3 Νοεμβρίου, 2022

Το νομικό Πλαίσιο Προστασίας των Ασφαλισμένων

christos-voniatis

 Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο ασφαλιστικός τομέας είναι – όπως και ο τραπεζικός τομέας – μία βαριά ρυθμιζόμενη βιομηχανία.  Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην προστασία των κατόχων ασφαλιστηρίων, των ασφαλισμένων προσώπων και των δικαιούχων των ασφαλιστηρίων[1] και για αυτό τον λόγο έχει εισαγάγει στις εθνικές νομοθεσίες των κρατών μελών, μέσω Κανονισμών και Οδηγιών, νομικές πράξεις που ενδυναμώνουν το επίπεδο προστασίας των ασφαλισμένων από διάφορες δυσάρεστες καταστάσεις όπως: η αφερεγγυότητα μίας ασφαλιστικής επιχείρησης, η παραπλανητική πώληση ενός ασφαλιστηρίου, οι καταχρηστικές ρήτρες, κλπ.

 

ΙΙ. ΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΕΕ

 

A. Φερεγγυότητα

Για να λειτουργήσει μία ασφαλιστική[3] επιχείρηση χρειάζεται σχετική άδεια από την εποπτική αρχή[4].  Η Οδηγία γνωστή ως Solvency II, θεσπίζει τους όρους και τη διαδικασία χορήγησης, άρνησης ή/και ανάκλησης της άδειας αυτής. 

Η εποπτική αρχή του κράτους μέλους οφείλει να είναι υπεύθυνη για την οικονομική ευρωστία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που εποπτεύει.  Προς τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να προβαίνει σε τακτικές αξιολογήσεις και εκτιμήσεις και – για κάθε ασφαλιστική επιχείρηση ξεχωριστά – να απαιτεί επαρκείς τεχνικές προβλέψεις και αποτελεσματικό σύστημα διακυβέρνησης καθώς επίσης να βεβαιώνεται ότι όλα τα πρόσωπα που λαμβάνουν καίριες θέσεις πληρούν τις προϋποθέσεις ικανότητας και ήθους.

Ο τρόπος υπολογισμού των τεχνικών προβλέψεων θα πρέπει να είναι ο ίδιος για όλα τα κράτη μέλη για σκοπούς συγκρισιμότητας και διαφάνειας.  Ο δε υπολογισμός της απαίτησης περιθωρίου φερεγγυότητας, ο οποίος γίνεται μέσω ενός τυποποιημένου μαθηματικού τύπου, επιτρέπει τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να εκτιμούν το οικονομικό κεφάλαιο τους υποβοηθώντας έτσι να κάνουν την κατάλληλη μέτρηση και διαχείριση των κινδύνων που αντιμετωπίζουν.  Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις πρέπει να διαχειρίζονται τις επενδύσεις με σύνεση.

Επιπλέον, η Οδηγία επιτρέπει και διευκολύνει τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να δραστηριοποιηθούν σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση ιδρύοντας υποκαταστήματα ή υπό καθεστώς παροχής υπηρεσιών.

 

 

B. Διανομή Ασφαλιστικών Προϊόντων[5]

Τα ασφαλιστικά προϊόντα μπορούν να διανέμονται από διάφορες κατηγορίες φυσικών ή νομικών προσώπων, όπως πράκτορες, μεσίτες, τράπεζες, ασφαλιστικές επιχειρήσεις (απευθείας), ταξιδιωτικά γραφεία και εταιρείες ενοικίασης οχημάτων.  Οι καταναλωτές επωφελούνται όταν τα ασφαλιστικά προϊόντα διανέμονται μέσω διαφόρων διαύλων και ασφαλιστικών διαμεσολαβητών που έχουν διαφορετικές μορφές συνεργασίας με ασφαλιστικές επιχειρήσεις, με την προϋπόθεση ότι υποχρεούνται να εφαρμόζουν παρόμοιους κανόνες για την προστασία των καταναλωτών.  Οπότε η Οδηγία αυτή, γνωστή ως IDD, αποσκοπεί στην εναρμόνιση και στην αύξηση του επιπέδου προστασίας των καταναλωτών. 

Η «διανομή ασφαλιστικών προϊόντων» έχει μία ευρεία έννοια και δεν περιορίζεται μόνο στην πώληση των ασφαλιστηρίων αλλά συμπεριλαμβάνει επίσης τις δραστηριότητες παροχής συμβουλών και πληροφοριών καθώς επίσης και την διαδικασία σύναψης και εκτέλεσης σύμβασης.  Οι δε «διανομείς ασφαλιστικών προϊόντων» μπορεί να είναι οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές (ασφαλιστικοί πράκτορες, ασφαλειομεσίτες, ασφαλιστικοί σύμβουλοι, ασφαλιστικοί μεσάζοντες και τράπεζες), οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις και οι δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητές (π.χ. ταξιδιωτικά γραφεία).

Η αυξημένη προστασία για τους καταναλωτές επιτυγχάνεται με δύο τρόπους.  Ο πρώτος είναι με τον καθορισμό ψηλών κριτηρίων για τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή και τον δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή.  Και οι δύο χρειάζονται να εξασφαλίζουν σχετική άδεια από την εποπτική αρχή[6] κάθε δύο έτη.  Επιπλέον, στις περιπτώσεις όπου ο διανομέας ασφαλιστικών προϊόντων είναι νομική οντότητα, οφείλει να δηλώνει όλους τους υπαλλήλους που ασκούν δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων σε ειδικό μητρώο της εποπτικής αρχής και να φροντίζει ότι πληρούν τα κριτήρια που προνοεί ο Νόμος.

Ο δεύτερος τρόπος έχει να κάνει με την τήρηση αυστηρών κανόνων και υποχρεώσεων κατά την διανομή των ασφαλιστικών προϊόντων.  Ο καταναλωτής πρέπει να λαμβάνει πλήρη και αντικειμενική ενημέρωση πριν την σύναψη της ασφάλισης και ο διανομέας ασφαλιστικών προϊόντων οφείλει να εστιάζει την προσοχή του στις επιθυμίες και ασφαλιστικές ανάγκες του καταναλωτή και να αποφεύγει την σύγκρουση συμφερόντων.  Για αυτό τον λόγο επιβάλλεται όπως οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές πάψουν να αμείβονται αποκλειστικά βάσει των πωλήσεων που πετυχαίνουν. 

 

 

Γ. Προστασία Προσωπικών Δεδομένων[7]

Η εφαρμογή του – γνωστού σε όλους – Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων δεν ήταν εύκολή υπόθεση για την ασφαλιστική βιομηχανία.  Αδιαμφισβήτητα όμως παρέχει μία ασπίδα προστασίας στην ιδιωτικότητα των φυσικών προσώπων. 

Πλέον οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις και ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές συλλέγουν μόνο τα απαραίτητα προσωπικά δεδομένα δυνάμει συγκεκριμένης νομικής βάσης[8], τα χρησιμοποιούν μόνο για συγκεκριμένο σκοπό, τα φυλάσσουν με ασφάλεια και για περιορισμένο χρονικό διάστημα και τα μοιράζονται μόνο με συγκεκριμένους εξουσιοδοτημένους συνεργάτες τους.  Μέσω της πολιτικής απορρήτου οφείλουν να γνωστοποιούν σε κάθε ενδιαφερόμενο – μεταξύ άλλων – τι δεδομένα επεξεργάζονται καθώς επίσης και γιατί, πως και για πόσο καιρό τα φυλάσσουν.

 

 ΙΙΙ. ΝΟΜΟΘΕΣΙΕΣ

 

Δ. Η Ασφαλιστική Νομοθεσία[9]

Η ασφαλιστική μας νομοθεσία δεν παρέχει ιδιαίτερη προστασία στους ασφαλισμένους πέραν από την εναρμόνιση των προαναφερόμενων Ευρωπαϊκών Οδηγιών της Φερεγγυότητας και Διανομής Ασφαλιστικών Προϊόντων.  Οι κατά τον νόμο αρμοδιότητες της εποπτικής αρχής[10] δεν επεκτείνονται για να ασκείται αποτελεσματικός έλεγχος στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και σε άλλους τομείς όπως: η εκπλήρωση των συμβατικών τους υποχρεώσεων προς τους κατόχους των ασφαλιστηρίων, το λεκτικό των συμβολαίων τους, η έγκαιρή καταβολή αποζημιώσεων κλπ.

Πολύ συχνά υπάρχει σύγχυση όταν ένας παραπονούμενος κάτοχος ασφαλιστηρίου ή και τρίτος[11] θέλει να καταγγείλει μία ασφαλιστική επιχείρηση και να δικαιωθεί.  Σε κάποιες περιπτώσεις πρέπει να αποταθεί στην  Υπηρεσία Προστασίας του Καταναλωτή, σε κάποιες άλλες στον Χρηματοοικονομικό Επίτροπο ενώ στις πλείστες σε δικηγόρο.  Αντιθέτως, σε άλλες δικαιοδοσίες, η εποπτική αρχή[12] επιλαμβάνεται και αυτών των περιπτώσεων που άπτονται με την συμπεριφορά των ασφαλιστικών επιχειρήσεων[13].

 

Ε. Ο περί Προστασίας του Καταναλωτή Νόμος

Ο πρόσφατος ενοποιητικός νόμος, ο οποίος «έλυσε» τα χέρια της Υπηρεσίας Προστασίας του Καταναλωτή δίνοντας την δυνατότητα να επιβάλει πλέον διοικητικά πρόστιμα προς τους εμπορευόμενους, παρέχει – ως ένα βαθμό – προστασία στους ασφαλισμένους όσο αφορά τις καταχρηστικές ρήτρες των ασφαλιστηρίων.

Ως γνωστό, οι όροι των ασφαλιστηρίων καθορίζονται αποκλειστικά από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και δεν αποτελούν προϊόν διαπραγμάτευσης.  Συνεπώς, πολύ συχνά, οι όροι αυτοί είναι «κομμένοι και ραμμένοι» στα μέτρα τους.  Καταχρηστική ρήτρα θεωρείται κάθε συμβατικός όρος ο οποίος είναι εις βάρος του καταναλωτή[14] και δημιουργεί σημαντική ανισότητα ανάμεσα στα δικαιώματα και υποχρεώσεις των συμβαλλομένων.  Για παράδειγμα: όροι που περιορίζουν των εκ του νόμου δικαιώματα των συμβαλλομένων, όροι που είναι ανίσχυροι βάσει κάποιας άλλης νομοθεσίας, όροι που δίνουν το δικαίωμα στην ασφαλιστική επιχείρηση να ερμηνεύει μία οποιαδήποτε ρήτρα κατά δοκούν. 

Οι καταχρηστικές ρήτρες δεν έχουν ισχύ και δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές στα δικαστήρια.  Ωστόσο, ο εντοπισμός τέτοιων ρητρών και η κατάταξη τους ως «καταχρηστικές» δεν είναι εύκολη υπόθεση.

 

Στ. Ο Νόμος αναφορικά με τον Χρηματοοικονομικό Επίτροπο[15]

Σε αντίθεση με τον προηγούμενο νόμο, η δικαιοδοσία του Επιτρόπου είναι περιορισμένη.  Δεν έχει την δυνατότητα να επιβάλει διοικητικά πρόστιμα ενώ οι αποφάσεις του δεν είναι δεσμευτικές.  Συν τοις άλλοις, προϋπόθεση για να εξετάσει κάποιο παράπονο ο Επίτροπος είναι να μην ξεκινήσει δικαστική διαδικασία σε σχέση με το παράπονο.  Επομένως, ελάχιστη ή καθόλου προστασία στους ασφαλισμένους παρέχεται από αυτή την νομοθεσία.

 

 

IV. ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Το νομικό πλαίσιο προστασίας των ασφαλισμένων στην Κύπρο είναι ικανοποιητικό, λόγω – εν μέρει – και των νομικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ωστόσο είναι διάσπαρτο και χωρίς ικανοποιητική εποπτεία.  Συνεπώς η εμπλοκή των δικηγόρων και των δικαστηρίων είναι αναπόφευκτη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Συνιστάται:

  • Ο εκσυγχρονισμός του ασφαλιστικού δικαίου σύμφωνα με τις πρόσφατες νομοθετικές αλλαγές[16] στην Αγγλία.
  • Η τροποποίηση της υφιστάμενης ασφαλιστικής νομοθεσίας[17] με την επέκταση της δικαιοδοσίας της εποπτικής αρχής και την προσθήκη νέου μέρους για την προστασία των ασφαλισμένων.
  • Την ίδρυση μίας ανεξάρτητης εποπτικής αρχής στα πρότυπα της Αρχής Κεφαλαιαγοράς, ορθά στελεχωμένη και με διευρυμένη δικαιοδοσία για να εποπτεύει αποτελεσματικά και να διασφαλίζει την κατά τον νόμο προστασία του καταναλωτή.
 

Χρίστος Βωνιάτης

Δικηγόρος – Νομικός Σύμβουλος

C. VONIATIS & CO LLC

[1] Ο κάτοχος, ο ασφαλισμένος ή/και ο δικαιούχος ενός ασφαλιστηρίου μπορεί να είναι διαφορετικά πρόσωπα.  Για σκοπούς οικονομίας του χώρου, θα χρησιμοποιείται μόνο ο όρος «ασφαλισμένος».

[2] Οδηγία 2009/138/ΕΚ (Φερεγγυότητα II).

[3] Συμπεριλαμβάνει και αντασφαλιστική.

[4] Για την Κυπριακή Δημοκρατία είναι – προς το παρόν – η Υπηρεσία Ελέγχου Ασφαλιστικών Εταιρειών.

[5] Οδηγία (ΕΕ) 2016/97.

[6] Υπηρεσία Ελέγχου Ασφαλιστικών Εταιρειών.

[7] Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 (GDPR).

[8] Συγκατάθεση, εκτέλεση σύμβασης, νομική υποχρέωση ή έννομο συμφέρον.

[9] Ο περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμος (Ν.38(Ι)/2016).

[10] Υπηρεσία Ελέγχου Ασφαλιστικών Εταιρειών.

[11] Δικαιούχος αποζημίωσης δυνάμει ασφαλιστηρίου.

[12] Για παράδειγμα FCA για Ηνωμένο Βασίλειο ή FMA για Αυστρία.

[13] Regulating the conduct.

[14] Ο Νόμος 62(Ι)/2020 περιλαμβάνει επίσης και τις πολύ μικρές επιχειρήσεις

[15] Νόμος 84(Ι)/2010.

[16] Consumer Insurance (Disclosure and Representations) Act 2012 and Insurance Act 2015.

[17] Ο περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμος (Ν.38(Ι)/2016).